- ἀβίαστα
- ἀβίαστοςunforcedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβίαστα — επίρρ. [βιάζω] 1. χωρίς βιασύνη 2. ευχάριστα, άνετα, χωρίς κόπο 3. χωρίς πίεση ή εξαναγκασμό … Dictionary of Greek
безноужьныи — (2*) пр. Не связанный с притеснением, насилием: изволисѩ оубо ст҃оуоумоу и вьселѥньскоуоумоу събороу. хранити коижьдо области ч(с)та и безнѫжьна соушта˫а сво˫а правьдьна˫а издавьна и съвыше по прежде дьржавъшюоумоу обычаю. (ἀβίαστα) КЕ XII, 30а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανεπίτακτος — ἀνεπίτακτος, ον (Α) [επιτάσσω] 1. εκείνος που δεν έχει επιταχθεί, ελεύθερος 2. επίρρ. ανεπιτάκτως χωρίς εξαναγκασμό, αβίαστα … Dictionary of Greek
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
τζου-τζαν — το, Ν (φιλοσ. θρησκ.) (στον ταοϊσμό) η κατάσταση τής φυσικότητας, δηλαδή η ιδεώδης κατάσταση τής ανθρώπινης ύπαρξης η οποία επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος ζει φυσικά, αυθόρμητα και αβίαστα, σε απόλυτη αρμονία με τις δυνάμεις τής φύσης … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek